κατωβλέπον

κατωβλέπον
κατωβλέπον, τὸ (Α)
βλ. κατώβλεψ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατώβλεψ — κατῶβλεψ, επος και κατωβλέπων, οντος, ὁ και κατωβλέπον, τὸ (Α) κοιλόκερο θηλαστικό με καμπυλωτό αυχένα, κλίση τού κεφαλιού προς τα κάτω και θυσανωτή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + βλεψ (< βλέπω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”